μίσχος

μίσχος
μίσχος
Grammatical information: m.
Meaning: 1. `stalk of a leaf, fruit or flower' (Thphr., Porph.), also 2. name of a Thessalisan apparatus for field work, "ἰσχυρότερον ἔτι τῆς δικέλλης, ... ὅ μᾶλλον εἰς βάθος κατιὸν πλείω γῆν περιτρέπει καὶ κατωτέρωθεν" (Thphr.). Acc. to H. = ὁ παρὰ τῳ̃ φύλλῳ κόκκος, what can hardly be correct. As difficult is μίσκος = `pod, shell' (Poll. 6, 94). Extensively on μίσχος Strömberg Theophrastea 115f. Orig. agricultural term, by the botanic Theophrastos used for botany(?).
Compounds: Compp., e.g. ἄ-μισχος `withou stalk' (Thphr.).
Origin: 1. PG [a word of Pre-Greek origin]; 2. PGX [probably a word of Pre-Greek origin] [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology; the connection with μίσκαιος κῆπος H., which is further connected with Lith. mìškas `wood, forest', also `wood for burning or building' (Specht Ursprung 255 n. 2, Fraenkel Wb. s.v.), is semantically void, unless one accepts for the Lith. word a basic meaning `treetrunk, bar'. After Bechtel Dial. 1, 208 first from *μιχ-σκ-ος like μάσκη from *μάκ-σκη (s. μακέλη); "but μιχ- can nowhere be placed". Fur. 133 connects μίσχος and μίσκος, which means that the word is Pre-Greek. -- Fur. 133 does not want to connect the stalk and the Thessal. apparatus. On the other hand he may be right in connecting the latter with μίσκαιος, where σχ\/σκ rather points to Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,245

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μίσχος — stalk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… …   Dictionary of Greek

  • μίσχος — ο λεπτό στέλεχος στο κάτω μέρος του φύλλου που το συνδέει με το υπόλοιπο φυτό, το κοτσάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίσχοι — μίσχος stalk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσχον — μίσχος stalk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσχου — μίσχος stalk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσχους — μίσχος stalk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσχων — μίσχος stalk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσχῳ — μίσχος stalk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… …   Dictionary of Greek

  • κοιλόμισχος — κοιλόμισχος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει κοίλο μίσχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + μίσχος (πρβλ. ά μισχος, υψηλό μισχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”